νομιμότης

νομιμότης
νομιμότης
observance of law
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νομιμότητα — νομιμότης observance of law fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιμότητι — νομιμότης observance of law fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιμότητος — νομιμότης observance of law fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιμότητα — Γενική αρχή της έννοιας του σύγχρονου κράτους, που αντιπαραβάλλεται στην έννοια της σκοπιμότητας και την έννοια της αυθαιρεσίας. Γενικά, στη σύγχρονη πολιτειολογία επικρατεί η αρχή του «κράτους του νόμου», με την οποία κάθε εκδήλωση αρχής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”